1 αφιδρυω
(τὰς θεὰς ἀφιδρυθῆναί φασιν ἐκ τῆς Κρήτης Diod.; med. τινὰ πατρίδος γῆς ἐς βάρβαρ΄ ἔθνη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь > αφιδρυω